εξαμματίζω

εξαμματίζω
μετ. мор. отвязывать, отсоединять наращённый конец (верёвки, троса и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξαμματίζω" в других словарях:

  • εξαμματίζω — και ξεμματίζω (Α εξαμματίζω) [αμματίζω] νεοελλ. ναυτ. λύνω τα άμματα*, τους κόμπους, ξελύνω, ξεμματίζω αρχ. 1. εξαρτώ, περιδένω κάτι με άμμα, με κόμπο ή με επίδεσμο, αμματίζω 2. επαλλάσσω («ἐπαλλάξαντες ἐξαμματίσαντες» [Απόλλων. Λεξ. Ομηρ.]… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαμματίσαντες — ἐξαμματίζω aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαμμάτιση — η (Α ἐξαμμάτισις) [εξαμματίζω] νεοελλ. ναυτ. το λύσιμο τών αμμάτων, τών κόμπων, το ξεμμάτισμα αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαμματίζω, η επίδεση ή σύνδεση με άμμα, με κόμπο …   Dictionary of Greek

  • ξεμματίζω — βλ. εξαμματίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»